- πλατείαι
- πλατεί̱ᾱͅ , πλατεῖαfem dat sg (attic doric aeolic)πλατείᾱͅ , πλατύςwidefem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλατεῖαι — πλατεῖα fem nom/voc pl πλατύς wide fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη … Dictionary of Greek